- προεμβιβάζω
- προ-εμ-βιβάζω, vorher hineinbringen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προεμβιβάζω — Α εισάγω προηγουμένως κάποιον σε κάτι («... προεμβιβάσειαν εἰς ἀπέχθειαν» θα τούς έκαναν εκ τών προτέρων μισητούς, Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμβιβάζω «βάζω κάποιον μέσα»] … Dictionary of Greek
προεμβιβάζειν — προεμβιβάζω put in before pres inf act (attic epic) προεμβιβάζειν , προεμβιβάζω put in before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβιβάσαιεν — προεμβιβάζω put in before aor opt act 3rd pl προεμβιβάσαιεν , προεμβιβάζω put in before aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)